- ἀγαθοποιῶν
- ἀγαθοποιέωdo goodpres part act masc nom sg (attic epic doric)ἀγαθοποιόςbeneficentmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
добродѣи — ДОБРОДѢ|И (2*), ˫А с. Тот, кто делает добро, добродетельный человек: кнѩзѩ чтѣте г҃ви бо слѹга ѥсть. не тѹне бо носить мечь въ мьсть ѹбо злодѣѥмъ въ хвалу же добродѣѥмъ. Парем 1271, 257; ˫ако послани сѹть на месть злодѣѥмъ, а на похвалѹ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
δαίμων ή δαίμονας — Στην αρχαία ελληνική γλώσσα σήμαινε θεός θεά και γενικά κάθε εξωανθρώπινη ύπαρξη στην οποία αποδιδόταν μία δύναμη που επιδρούσε σε ορισμένες περιστάσεις και σε ορισμένα μέρη. Έτσι, απέδιδαν σε έναν δ. την εμφάνιση μιας δυστυχίας ή μια επιτυχημένη … Dictionary of Greek
Οφέλανδρος — Μυθολογικό πρόσωπο που αναφέρεται ιδιαίτερα στη διονυσιακή λατρεία. Σε διάφορες ενεπίγραφες αγγειογραφίες εικονίζεται πάντα μαζί με κάποιον που αναγράφεται με το όνομα Εύνους. Αν και οι περισσότεροι συγγραφείς τον θεωρούν μέλος της ακολουθίας του … Dictionary of Greek
ԲԱՐԵԳՈՐԾ — (ի, աց.) NBH 1 445 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c ա. ἁγαθοποιός, ἁγαθοποιῶν, ἁγαθός qui bona operatur, bonus, probus Որ գործէ զբարին. բարեպաշտ. առաքինի. աղէկ մարդ. ... *Այր բարեգործ: Բարեգործք էին:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԲԱՐԵՐԱՐ — (ի, աց.) NBH 1 457 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c ա.գ. εὑεργέτης, εὑεργετήσας, ἁγαθοποιῶν, ἁγαθός benefactor, benemeritus, bonus Արարօղ զբարիս. բարի եւ բարեսէր եւ բարեգործ առ այլս. մարդասէր եւ երախտաւոր.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)